- θηράματι
- θηρά̱ματι , θήραμαpreyneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεγκύρω — ἐπεγκύρω (Μ) 1. εγκύπτω σε κάτι 2. συναντώ, βρίσκω τυχαία («λέων μεγάλῳ ἐπεγκύρας θηράματι», Νικήτ. Χωνιάτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκύρω «συναντώ τυχαία, πετυχαίνω»] … Dictionary of Greek